Παρουσίαση από τον Διευθυντή Μεγάλων Πελατών Δ.Λαμπούση στην Ημερίδα του ΠΑΣΥΠ-ΔΕΗ
Εγώ θα σας πω για το νέο προτεινόμενο τιμολόγιο της υψηλής τάσης που προτάθηκε από μία εταιρία συμβούλων με την οποία συνεργαστήκαμε.
Το Δεκέμβριο του 2007 βγήκε μια Υπουργική Απόφαση βάσει της οποίας υπήρξε κάποια μερική απελευθέρωση των τιμολογίων υψηλής τάσης.
Η συγκεκριμένη Υπουργική Απόφαση έλεγε ότι από 1η Ιουλίου 2008 απελευθέρωνε το υφιστάμενο τιμολόγιο βάζοντας κάποιο πλαφόν 10% και επιπλέον βέβαια μπορούσε να εφαρμοστεί και οποιοδήποτε άλλο τιμολόγιο.
Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της εν μέρει, ας το πούμε, απελευθέρωσης των τιμολογίων η ΔΕΗ προσέλαβε κάποιον Βρετανικό οίκο, την IPA, προκειμένου να μελετήσει νέα τιμολόγια για την υψηλή τάση τόσο ως προς τη δομή όσο και ως προς τον τιμοκατάλογό τους.
Τα νέα αυτά τιμολόγια είχαν κάποιες προδιαγραφές, θα έπρεπε να είναι ευέλικτα, απλά, να ικανοποιούν τις μεταβαλλόμενες ανάγκες των πελατών και βεβαίως να αντανακλούν το κόστος που προκαλούν οι πελάτες.
Για τους σκοπούς του έργου αυτού η ΙΡΑ χρησιμοποίησε ένα δικό της μακροοικονομικό μοντέλο το οποίο λέγεται «έκλειψις» και βασίζεται σε κάποια πλατφόρμα γραμμικού προγραμματισμού, το Lido.
Αυτό λοιπόν το μακροοικονομικό μοντέλο έκανε μια προσομοίωση της λειτουργίας της Ελληνικής αγοράς λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν.
Με τα εξαγόμενα αυτού του μοντέλου, που αφορούσαν την οικονομική λειτουργία του συστήματος, δομήθηκαν τα νέα τιμολόγια υψηλής τάσης τα οποία βέβαια ήταν κοστοβαρή, που σημαίνει ότι ο κάθε πελάτης θα έπρεπε να πληρώνει σύμφωνα με το κόστος που δημιουργεί.
Το μοντέλο αυτό χρησιμοποιήθηκε για το διασυνδεδεμένο σύστημα μόνο, γιατί βέβαια δεν μας ενδιέφερε για τα νησιά, και έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
Προβλέπει κατ' αρχάς την κατανομή των μονάδων για την κάλυψη της ζήτησης καθώς επίσης κάνει πρόβλεψη της ανάπτυξης του συστήματος παραγωγής με ελαχιστοποίηση της καθαράς παρούσας αξίας των προβλεπομένων επενδύσεων καθώς επίσης και πρόβλεψη του κόστους καυσίμων και κόστους λειτουργίας και συντήρησης.
Όταν λέμε πρόβλεψη του κόστους καυσίμων εννοείται βέβαια ότι δεν κάνει πρόβλεψη της τιμής του φυσικού αερίου ή του πετρελαίου, αυτήν την λαμβάνουμε υπ' όψιν σαν κάποια δεδομένη και απλώς κάνει πρόβλεψη ανάλογα με τη λειτουργία του κόστους του μίγματος δηλαδή του καυσίμου που χρησιμοποιείται.
Η ως άνω πρόβλεψη υλοποιείται σε ωριαία βάση για μία πενταετία, από το 2007 ως το 2011, δηλαδή για την περίοδο μοντελοποίησης του διασυνδεδεμένου συστήματος.
Βάζουμε από το 2007 και όχι από το 2009 που είμαστε, προκειμένου να έχουμε έναν έλεγχο του μοντέλου για δύο χρόνια με πραγματικά στοιχεία, να δούμε ότι πράγματι το μοντέλο λειτουργεί.
Γι' αυτό είναι από το 2007 ως το 2011 και δεν είναι από το 2009 ως το 2011.
Το μοντέλο μιμείται την πραγματική λειτουργία του Ελληνικού ηλεκτρικού συστήματος ενσωματώνοντας όλους τους περιορισμούς που υπάρχουν, οικονομικούς, τεχνικούς, περιβαλλοντικούς που αντιμετωπίζει στην πραγματικότητα ο διαχειριστής του συστήματος.
Στις επόμενες διαφάνειες παρουσιάζεται μια πιλοτική ανάλυση της αγοράς υψηλής τάσης και γίνεται σύγκριση των δύο τιμολογίων, δηλαδή του υφιστάμενου τιμολογίου Α-150 καθώς επίσης και του νέου προτεινόμενου από την ΙΡΑ.
Όπως θα γίνει φανερό στη συνέχεια, το νέο προτεινόμενο τιμολόγιο από την ΙΡΑ είναι μονονυμικό, ενώ το Α-150 είναι διωνυμικό, δηλαδή έχει μόνο ένα στοιχείο τιμολόγησης που είναι η ενέργεια, ενώ στο Α-150 έχουμε και ενέργεια και ισχύ και βεβαίως και στο τιμολόγιο αυτό, είναι δηλαδή καθαρά ενεργειακό, υπάρχουν ζώνες.
Αλλά η βασική διαφορά είναι αυτή, ότι δηλαδή έχουμε μόνο ενέργεια ενώ στο άλλο έχουμε ενέργεια και ισχύ.
Πριν ξεκινήσουμε να πούμε για τα δύο τιμολόγια ας δούμε λίγο το πελατολόγιο της υψηλής τάσης.
Έχουμε 21 πελάτες, μια συνολική μέγιστη ισχύ 866 MW γι' αυτούς τους 21 πελάτες, συνολική ενέργεια 7.500 GWh περίπου, ποσοστό στη συνολική ενέργεια της ΔΕΗ 13,31%, συνολικό έσοδο κάπου 434.000.000 Ευρώ και συνολικό έσοδο ως ποσοστό του συνόλου της ΔΕΗ 8%. Από το 13,31% και από το 8% βλέπουμε ότι σύμφωνα με το τιμολόγιο Α έχουμε απώλεια εσόδων.
Ενώ δηλαδή παίρνουμε το 13,31% της ενέργειας, ουσιαστικά πληρώνουμε μόνο το 8%, δηλαδή έχουμε μόνο το 8% των εσόδων, πράγμα που σημαίνει ότι είναι το τιμολόγιο Α, κάτω του κόστους.
Στην επόμενη διαφάνεια, βλέπουμε την κατανομή των πελατών ανάλογα με το πόσο πληρώνουν τη MWh.
Βλέπουμε, παραδείγματος χάριν, πάνω-πάνω ότι υπάρχουν πέντε πελάτες που πληρώνουν με 59 Ευρώ τη MWh.
Στην κάτω γραμμή βλέπουμε ότι υπάρχει ένας πελάτης που πληρώνει με 53, ένας με 54, ένας άλλος με 84 κ.λπ. Αυτή λοιπόν είναι η κατανομή των 21 πελατών.
Αν κάνουμε μια στάθμιση όλων αυτών των στοιχείων, για το 2009 βρίσκουμε μια μεσοσταθμισμένη τιμή η οποία είναι περίπου 60,5 Ευρώ η MWh.
Βεβαίως αυτό το μεσοσταθμισμένο το 60,5 Ευρώ ανά MWh που βρήκαμε από τα στοιχεία αυτά, στην πράξη είναι λίγο παραπάνω λόγω της κρίσεως, και αυτό έχει κάποια επίπτωση, η κρίση δηλαδή, στο γεγονός ότι επειδή οι πελάτες καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια, ενώ πληρώνουν την ισχύ που χρησιμοποιούν, γι' αυτόν τον λόγο τους βγαίνει λίγο παραπάνω η τιμή και έτσι λοιπόν το 60,5 που είναι το προβλεπόμενο, στην πραγματικότητα είναι 61,5.
Το τιμολόγιο Α-150 έχει κάποια χαρακτηριστικά όπως είπαμε.
Κατ' αρχάς χωρίζεται σε δύο εποχές.
Έχουμε τους χειμερινούς μήνες και το υπόλοιπο έτος, έχει σκέλος ενέργειας, έχει σκέλος ισχύος. Και για την ενέργεια και για την ισχύ υπάρχουν τρεις ζώνες, αιχμή, ενδιάμεσο και ελάχιστο.
Εδώ βλέπουμε στον επόμενο πίνακα τις ζώνες αιχμής ενδιαμέσου και ελαχίστου για τις εργάσιμες ημέρες, όπως είναι στο τιμολόγιο Α και όπως θα έπρεπε να ήταν βάσει της λειτουργίας του συστήματος.
Βλέπουμε δηλαδή τη μεγάλη διαφορά που υπάρχει μεταξύ των ζωνών όπως καθορίζονται στο τιμολόγιο Α και των πραγματικών ζωνών, κοστολογικά άμα τις δούμε, από τη λειτουργία του συστήματος. Στη δεύτερη, στο ημερολόγιο αυτό, ας το πούμε, ενεργειακό ημερολόγιο, βασίστηκε και η ΙΡΑ προκειμένου να φτιάξει το νέο τιμολόγιο.
Το Α-150 όπως είπαμε και προηγουμένως δεν αντανακλά το κόστος, δεν διαφοροποιείται ουσιωδώς κατά τη διάρκεια του έτους.
Η απαίτηση για προδηλωμένη ισχύ οδηγεί σε αντικίνητρα για βελτιστοποίηση της κατανάλωσης καθώς επίσης δυσχεραίνει την καθημερινή λειτουργία των πελατών. Δηλαδή με λίγα λόγια, δηλώνουν ένα εξάμηνο πριν την ισχύ τους.
Την ισχύ αυτή που έχουν δηλώσει, αυτήν πληρώνουν. Δεν είναι θέμα δηλαδή αν θα πάρουν λιγότερη ή περισσότερη.
Πληρώνουν αυτή. Αν πάρουν περισσότερη όμως, τότε πληρώνουν υπέρβαση.
Άρα αν κάποιος δεν έχει ανάγκη αυτή την ισχύ, ουσιαστικά εφόσον την έχει δηλώσει και γνωρίζει ότι θα την πληρώσει, δεν έχει κανένα λόγο να κάνει εξοικονόμηση ενέργειας στην αιχμή για το διάστημα αυτό.
Επίσης οι υπερβάσεις, στην περίπτωση που κάποιος κάνει μια υπέρβαση στο τιμολόγιο Α, για ένα τέταρτο ή για μισή ώρα, επειδή αυτή την υπέρβαση θα την χρεωθεί για όλον τον μήνα, δεν έχει πάλι κανένα λόγο να μην την ξανακάνει.
Όλα αυτά λοιπόν τα προβλήματα αντιμετωπίζονται με το προτεινόμενο από την ΙΡΑ τιμολόγιο.
Ακόμα μένουμε λίγο στο Α-150.
Αυτός είναι ο βασικός τρόπος χρέωσης, γιατί υπάρχουν πάρα πολλοί τύποι συνδυασμένοι μ' αυτόν για τις περιπτώσεις που κάποιος κάνει υπέρβαση, για τα άεργα και όλα αυτά, και αυτός είναι ο βασικός τύπος.
Βλέπουμε λοιπόν ότι υπάρχουν διάφορες δυσκολίες και πολλές μεταβλητές στο τιμολόγιο αυτό, το οποίο έχει μια πολυπλοκότητα.
Μετά από αυτά που είπαμε για το τιμολόγιο Α συν το ημερολόγιο που είδαμε του συστήματος, το ενεργειακό ημερολόγιο, η μελέτη της ΙΡΑ κατέληξε στο να προτείνει δύο τελείως νέες δομές τιμολογίων, το Υ1 και Υ2 –αυτές είναι παρεμφερείς δομές, θα δούμε τις διαφορές τους– με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά την απλότητα στην εφαρμογή τους, τη μεγάλη ευελιξία και κυρίως το ότι αντανακλούν το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας στην κάθε περίοδο κατανάλωσης.
Η φιλοσοφία των τιμολογίων αυτών συνίσταται στο ότι ο κάθε πελάτης θα πρέπει να πληρώνει την ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνει κάθε ώρα του έτους με το κόστος που αυτή έχει εκείνη την ώρα.
Έτσι λοιπόν διαμορφώθηκε το ενεργειακό ημερολόγιο που εμφανίζεται πάλι στη συνέχεια με τέσσερις εποχές αντί για δύο που είδαμε στο τιμολόγιο Α-150, χειμώνας, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο και τρεις ζώνες, αιχμής, ενδιαμέσου και ελαχίστου.
Έτσι λοιπόν τα νέα τιμολόγια αντί για ισχύ και ενέργεια έχουμε ένα παράγοντα, ενέργεια, στην οποία ενέργεια ενσωματώνεται και η ισχύς.
Δηλαδή ουσιαστικά η τιμή είναι ενιαία και για την ενέργεια και για την ισχύ.
Υπάρχει πάλι αιχμή, ενδιάμεσο και ελάχιστο, η αιχμή βέβαια είναι η ακριβότερη, το ενδιάμεσο έχει κάποια ενδιάμεση τιμή και το ελάχιστο την ελάχιστη τιμή και όπως βλέπουμε υπάρχουν τέσσερις εποχές.
Η χειμερινή περίοδος που είναι από Νοέμβριο έως Φεβρουάριο, τέσσερις μήνες, η ανοιξιάτικη περίοδος είναι Μάρτιος – Μάιος, η καλοκαιρινή περίοδος Ιούνιος – Αύγουστος και η φθινοπωρινή που την θεωρεί δύο μήνες, Σεπτέμβριο – Οκτώβριο.
Εδώ έχουμε πάλι το ενεργειακό ημερολόγιο που είχαμε δει προηγουμένως για το σύστημα και για την εργάσιμη μέρα το οποίο ουσιαστικά παίρνει η ΙΡΑ προκειμένου να καθορίσει τις ζώνες αιχμής, ενδιαμέσου και ελαχίστου.
Από κάτω βρίσκεται το ίδιο ημερολόγιο αλλά για τις αργίες.
Με κόκκινο φαίνεται η αιχμή, με κίτρινο φαίνεται το ενδιάμεσο και το ελάχιστο φαίνεται με πράσινο.
Παρατηρούμε, αν το συγκρίνουμε με το ημερολόγιο του Α-150, ότι εδώ είναι αυξημένες πολύ οι ώρες αιχμής. Αυτό όμως είναι στην πραγματικότητα μια ιδιορρυθμία του συστήματος, διότι πράγματι το ίδιο το σύστημα έχει αυξημένη τιμή πολύ περισσότερες ώρες από αυτές που εμφανίζονται στο ημερολόγιο του Α-150.
Βλέπουμε εδώ ότι για κάποιους μήνες έχουμε και τις τρεις ζώνες, δηλαδή έχουμε και αιχμή, και ενδιάμεσο και ελάχιστο, για κάποιους άλλους μήνες όπως είναι ο Μάρτιος, ο Απρίλιος και ο Μάιος έχουμε μόνο τιμή ενδιαμέσου, για άλλους μήνες έχουμε μόνο ενδιάμεσο και αιχμή και βεβαίως για κάποιες άλλες περιπτώσεις έχουμε μόνο -μάλλον όχι, αυτά τα δύο έχουμε- ή και τα τρία ή τα δύο εκ των τριών, δηλαδή ενδιάμεσο και αιχμή έχουμε.
Παρατηρούμε ότι τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο που έχουμε μόνο ενδιάμεσο είναι η πιο φθηνή πρακτικά εποχή και βεβαίως ότι ο Ιούνιος, Ιούλιος και Αύγουστος που το μεγαλύτερο μέρος των ωρών είναι αιχμή, είναι η πιο ακριβή περίοδος.
Πάμε στην επόμενη. Τώρα, το τιμολόγιο Υ1, που είδαμε προηγουμένως τη βασική του φιλοσοφία, έχει αυτές τις τιμές για αιχμή, ενδιάμεσο και ελάχιστο, τα οποία διαμορφώνουν μια μέση τιμή 67,80 Ευρώ ανά MWh.
Σ' αυτή την τιμή θα πρέπει να προστεθούν και περίπου 3 Ευρώ ανά MWh για χρέωση χρήσης συστήματος, οπότε πηγαίνουμε στα 70,80.
Επιπλέον αυτού του ποσού θα πρέπει να χρεωθεί και το ποσό για ΥΚΩ, για Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, το οποίο επειδή έχει κάποιο πλαφόν, όπως βλέπετε, είναι αυτές οι 723.000 και επειδή οι πελάτες υψηλής έχουν μεγάλη κατανάλωση, ουσιαστικά στους περισσότερους απ' αυτούς παίζει μικρό ρόλο, δηλαδή από 25 Λεπτά έως περίπου 3 Ευρώ.
Κυμαίνεται ανάλογα με τον πελάτη λόγω του πλαφόν.
Έτσι λοιπόν διαμορφώνεται αυτός ο τιμοκατάλογος για το τιμολόγιο Υ1 το οποίο βέβαια αν το συγκρίνουμε, την τιμή αυτή αν την συγκρίνουμε με την τιμή του τιμολογίου Α-150 που είπαμε ότι είναι γύρω στο 60,50, 61,50 λόγω και της κρίσης, έχουμε μια διαφορά της τάξεως των 8 - 9 Ευρώ.
Δηλαδή αυτό είναι ακριβότερο 8 - 9 Ευρώ γιατί όπως είπαμε βασίζεται στο κόστος.
Πάμε στο επόμενο. Το Υ2 είναι επίσης ένα παρεμφερές τιμολόγιο με το Υ1.
Διαθέτει τρεις τιμές για κάθε μήνα, ενώ το προηγούμενο ήταν μόνο ανά ζώνη, δηλαδή είδαμε στο προηγούμενο ότι είχαμε αιχμή, ενδιάμεσο και ελάχιστο, εδώ έχουμε αιχμή, ενδιάμεσο και ελάχιστο για κάθε μήνα, εκτός βέβαια από τους μήνες που δεν έχουν κάποια ζώνη. Οπότε με αυτόν τον τρόπο υπάρχει μια ακριβέστερη τιμολόγηση του πελάτη.
Για να βγάλουμε εμείς αυτές τις τιμές, τις τρεις ανά μήνα, πρέπει ο πελάτης να έχει προσυμφωνήσει με τη ΔΕΗ την καμπύλη ζήτησης την οποία θα έχει.
Προσυμφωνώντας λοιπόν αυτή την καμπύλη ουσιαστικά εμείς μπορούμε να βγάλουμε με ακρίβεια τις τιμές αιχμής, ενδιαμέσου και ελαχίστου, οπότε να είναι πιο ακριβής η τιμολόγηση του πελάτη. Δηλαδή ουσιαστικά το τιμολόγιο Υ2 είναι το εξατομικευμένο τιμολόγιο του Υ1. Το Υ1 είναι το γενικό και το εξατομικευμένο πλέον ανά πελάτη, εφόσον το θέλει ο πελάτης, είναι το Υ2.
Βλέπουμε εδώ έναν ενδεικτικό τιμοκατάλογο όπου βλέπουμε για κάθε μήνα τις τρεις τιμές, εκτός από τους μήνες όπως είναι ο Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος, που δεν έχουμε αιχμή, οπότε βέβαια δεν υπάρχει και τιμή.
Παρατηρούμε εδώ λοιπόν ότι σε κάποιους μήνες, παραδείγματος χάρη, στον Ιούλιο η τιμή είναι πάρα πολύ ακριβή στην αιχμή, είναι 91,42 Ευρώ η MWh, ενώ αντιθέτως υπάρχουν μήνες όπως είναι ο Ιανουάριος που είναι 82.
Κάποιος λοιπόν θα μπορούσε να φτιάξει έτσι το πρόγραμμά του ώστε πρακτικά να μεταφέρει παραγωγή από κάποιους μήνες σε κάποιους άλλους, εφόσον βέβαια αυτό είναι εφικτό, και έτσι λοιπόν να έχει κατά κάποιον τρόπο μια καλύτερη τιμολόγηση.
Βεβαίως και σε αυτό το τιμολόγιο προστίθεται πάλι η χρέωση χρήσης συστήματος που είναι περίπου 3 Ευρώ καθώς επίσης και οι Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας.
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της μελέτης αυτής από την ΙΡΑ έγινε παρουσίαση τόσο εσωτερικά στο Δ.Σ. καθώς επίσης και στη Διοίκηση, εξωτερικά έγινε στη ΡΑΕ, τον ΣΕΒ και σε όλους τους πελάτες υψηλής τάσης, τους ενεργοβόρους πελάτες υψηλής τάσης, που έχουν το 95% περίπου της κατανάλωσης, έγιναν συζητήσεις και προέκυψαν ορισμένα πράγματα, διατυπώθηκαν ορισμένες επιφυλάξεις από τους πελάτες υψηλής τάσης τόσο ως προς το ύψος του τιμοκαταλόγου όσο και ως προς το εύρος των ωρών αιχμής κυρίως.
Στη συνέχεια, εφόσον έχουμε τώρα πλέον φθάσει στο τέλος των συζητήσεων με τους πελάτες θα κάνουμε κάποιες προτάσεις προς τη Διοίκηση προκειμένου να εφαρμοστεί αυτό το τιμολόγιο, βεβαίως με κάποιες διαφοροποιήσεις, προκειμένου να γίνει ελκυστικό σε κάποιους πελάτες και να το πάρουν.
Δηλαδή ουσιαστικά τί έχουμε:
Από τη μία έχουμε το τιμολόγιο Α το οποίο ισχύει που δίνει μια μεσοσταθμική τιμή 61, 61,50 Ευρώ, 62 Ευρώ, από την άλλη έχουμε αυτό που δίνει 70,50, 71, άρα έχουμε αυτή τη διαφορά. Θα μπορούσε ίσως να υπάρξει ένα τιμολόγιο, και αυτό έχει γίνει συζήτηση με τους πελάτες, που θα ήταν κάπου ενδιάμεσα, που θα βόλευε και τη ΔΕΗ με την έννοια ότι θα είχε ένα μεγαλύτερο έσοδο, αλλά ταυτόχρονα θα βόλευε και τους πελάτες γιατί λόγω της ευελιξίας του τιμολογίου ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν δύο-τρία Ευρώ παραπάνω.
Αυτό λοιπόν θα προσπαθήσουμε ίσως τελικά να κάνουμε.
Αυτά είχα να σας πω. Ευχαριστώ πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου