Η ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής βιομηχανίας πλήττεται λόγω του υψηλού ενεργειακού κόστους. Οι τιμές στις Ευρωπαϊκές ημερήσιες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας (σποτ) είναι κάτω από 40Ευρώ/MWh (Γερμανία 33Ευρώ/MWh) , ενώ αντίθετα οι τιμές της Ελληνικής υποχρεωτικής ημερήσιας αγοράς είναι 75Ευρώ/MWh . Για αυτή τη στρέβλωση ευθύνονται λάθος πολιτικές αποφάσεις μερικά χρόνια πριν. Ας το πάρουμε από την αρχή.
Οι πολιτικοί μας, πριν μερικά χρόνια, με πρόσχημα την απελευθέρωση στη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αποφάσισαν την είσοδο και άλλων παικτών που θα ανταγωνίζονταν το κρατικό μονοπώλιο της ΔΕΗ. Μάλιστα μας διαβεβαίωναν ότι έτσι θα μειωθεί η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος για τον καταναλωτή και ταυτόχρονα θα απαλλαχθούμε από τον βρώμικο λιγνίτη. Για αυτό πρότειναν την εισαγωγή στο ενεργειακό μείγμα της χώρας του καθαρού μεν αλλά εισαγόμενου και ακριβότερου δε φυσικού αερίου, με το επιπλέον επιχείρημα ότι οι νέες μονάδες θα είναι ευέλικτες και θα στηρίξουν την Ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ).
Τίποτα από τα ανωτέρω δεν επαληθεύθηκε. Η ζήτηση έπεσε, η τιμή του φυσικού αερίου αυξήθηκε, (και λόγω φόρων), η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ) διπλασιάστηκε με αποτέλεσμα οι μονάδες αυτές με καύσιμο φυσικό αέριο σήμερα να υπολειτουργούν και να επιδοτούνται για να παραμείνουν στη ζωή με πολύ υψηλό κόστος, ποσά που πληρώνει ο καταναλωτής.
Παράλληλα για να προσελκύσουμε αυτές τις νέες μονάδες επιλέχθηκε ως μοντέλο αγοράς η υποχρεωτική ημερήσια αγορά(pool), που θα τις επέτρεπε να αντέξουν στον ανταγωνισμό της ΔΕΗ, μη υποχρεώνοντας τες να βρουν αγοραστές μια και μπορούν να πωλούν σε ένα κοινό καλάθι την ενέργεια που παράγουν.
Τελικά δεν αναπτύχθηκε ανταγωνισμός στην αγορά, η ΔΕΗ παραμένει δεσπόζων παίκτης και οι τιμές για τον καταναλωτή αυξήθηκαν. Το δε μοντέλο αγοράς δεν επιτρέπει σήμερα να πέσουν οι τιμές, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, παρά την υπερπροσφορά ενέργειας λόγω διπλασιασμού της παραγωγής από ΑΠΕ.
Δυστυχώς ο εφιάλτης για τον καταναλωτή δεν σταματάει εδώ. Τώρα είναι η Τρόικα, η οποία με πρόφαση την δημιουργία πραγματικού ανταγωνισμού στην αγορά, αποφάσισε ότι πρέπει να πουληθεί η “μικρή ΔΕΗ” και να δοθεί το management της ΔΕΗ σε ιδιώτες μαζί με το 17% των μετοχών.
Όμως η δημιουργία της «μικρής ΔΕΗ» δεν μπορεί από μόνη της να δημιουργήσει ανταγωνιστική αγορά, καθώς η ύπαρξη δύο ολιγοπωλίων δεν εξασφαλίζει κατ‘ ανάγκη ανταγωνισμό, όταν μάλιστα το σημερινό μοντέλο αγοράς θα δίνει το δικαίωμα στο νέο ιδιοκτήτη της ΔΕΗ να πωλεί την λιγνιτική παραγωγή, που του κοστίζει 35Ευρώ/MWH στη τιμή της αγοράς που θα είναι 80Ευρώ/MWH, χωρίς να μπορεί κανείς να τον εγκαλέσει για υπέρογκα κέρδη. Η δε κυβέρνηση δεν θα μπορεί να ασκήσει ούτε την κοινωνική ούτε την βιομηχανική πολιτική της. Οι υπεραξίες από την εκμετάλλευση του εθνικού πλούτου θα πηγαίνουν στα χέρια ιδιωτών.
Η ευθύνη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας είναι τεράστια καθώς καθυστερεί την λήψη μέτρων στην κατεύθυνση μιας ελεύθερης αγοράς επ’ ωφελεία όλων των καταναλωτών. Το άνοιγμα της αγοράς προς όφελος των όποιων επενδυτών δεν μπορεί να είναι αυτοσκοπός. Το ζητούμενο σήμερα είναι η ασφάλεια εφοδιασμού σε ανταγωνιστικό κόστος, προϋπόθεση για νέες παραγωγικές επενδύσεις, για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, για ανάπτυξη, για την έξοδο της χώρας από την κρίση
Τέλος, προτεραιότητα πρέπει να είναι η αναθεώρηση του προγράμματος απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων και η χάραξη μιας εθνικής ενεργειακής πολιτικής, που να υιοθετεί ένα μείγμα καυσίμου ελαχίστου κόστους που θα εγγυάται την βιωσιμότητα των υφιστάμενων παραγωγικών μονάδων και θα προσελκύει νέες επενδύσεις.
Η Ελληνική βιομηχανία δίνει μια δύσκολη μάχη ανταγωνιζόμενη με άνισους όρους την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή στις διεθνείς αγορές. Δυστυχώς πλην των μειωμένων βιομηχανικών τιμολογίων που αποφάσισε η κυβέρνηση αντιλαμβανόμενη ότι η βιομηχανία έφθασε στην ώρα μηδέν, δεν υπάρχει συνέχεια.
Ως επιβεβαίωση της μη συνέχειας στην πολιτική της κυβέρνησης έρχεται η νέα πρόταση της ΡΑΕ, που αναιρεί την προηγούμενη πρόταση της το 2012, για τη υποχρεωτική διάθεση από τη ΔΕΗ λιγνιτικής παραγωγής στο κόστος. Η νέα πρόταση είναι προφανές, ότι αφού από το σχεδιασμό της εξαιρεί τη βιομηχανία, δεν έχει σκοπό να δημιουργήσει ανταγωνισμό στη προμήθεια, απλά να αυξήσει τα έσοδα κάποιων προμηθευτών.
Για τη βιομηχανία υπάρχει ένα ξεκάθαρο αίτημα προς τη κυβέρνηση και τη ΡΑΕ.
Ζητούμε το αυτονόητο, ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά ίδια με των Ευρωπαίων ανταγωνιστών μας .
Ως ΕΒΙΚΕΝ επιμένουμε.
Το διακύβευμα είναι η ίδια η έξοδος της χώρας από την ύφεση, για την επίτευξη της οποίας η διατήρηση και ενίσχυση του βιομηχανικού ιστού μέσω της μείωσης του ενεργειακού κόστους – και όχι μόνο – αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση.
(Αντώνης Κοντολέων, μέλος Δ.Σ. της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας, Πηγή: "ΑΥΓΗ")