Μετά την ψήφιση του Νόµου Λοβέρδου τον περασµένο Ιούλιο, το Ασφαλιστικό έχει περάσει από τα πρωτοσέλιδα στις πίσω σελίδες, σαν να το πήραµε πια απόφαση ότι µε τα πολλά (µε τις λαϊκές κουβέντες, το συγκινηµένο βλέµµα, τις δραµατικές αποστροφές κ.λπ.) ο τότε υπουργός Εργασίας κατάφερε να περάσει µια σηµαντική µεταρρύθµιση που, καλώς ή κακώς, «λύνει το Ασφαλιστικό».
Είναι έτσι; Εν µέρει ναι.
Επειτα από δύο δεκαετίες παλινωδιών (και µέσα σε δύο µήνες από την υπογραφή του Μνηµονίου), η Βουλή ψήφισε έναν νόµο που νοικοκυρεύει το ισχύον Ασφαλιστικό και θέτει τις βάσεις για ένα βιωσιµότερο, δικαιότερο και διαφανέστερο σύστηµα συντάξεων από το 2015.
Οι διατάξεις για τα όρια ηλικίας και τα απαιτούµενα έτη ασφάλισης είναι αυστηρότερες για ορισµένες οµάδες, δεν διαφέρουν όµως πολύ από αυτές που ήδη ισχύουν στο ΙΚΑ, ούτε από αυτές που επικρατούν εδώ και πολλά χρόνια στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης. Η δοµή του νέου συστήµατος (βασική σύνταξη που τη χρηµατοδοτεί το κράτος συν αναλογική σύνταξη που εξαρτάται από τις εισφορές κάθε ασφαλισµένου και του εργοδότη του) µοιράζει την κρατική ενίσχυση ίσα σε όλους, θέτει καθαρότερους κανόνες και δίνει καλύτερα κίνητρα κατά της εισφοροδιαφυγής. Φυσικά το γεγονός ότι πρέπει να προχωρήσουµε σε ραγδαίες αλλαγές απότοµα είναι πρόβληµα. Δυστυχώς, σπαταλήσαµε είκοσι χρόνια σε σχέση µε τις άλλες χώρες στις οποίες οι απαιτούµενες διορθώσεις έγιναν εγκαίρως. Εν τω µεταξύ, η κατάσταση της οικονοµίας µας δεν αφήνει πλέον περιθώρια ηπιότερης προσαρµογής.
Το λύσαµε, λοιπόν, το Ασφαλιστικό;
Οχι ακριβώς. Ο τότε υπουργός Εργασίας και οι συνεργάτες του δεν κατάλαβαν ότι το προηγούµενο σύστηµα ήταν ηθικά (όχι µόνο οικονοµικά) χρεοκοπηµένο και πως έπρεπε να το εγκαταλείψουµε όχι επειδή το ήθελε η τρόικα αλλά επειδή το χρωστούσαµε στη γενιά των παιδιών µας _ που δεν φταίνε σε τίποτε να φορτωθούν ένα σύστηµα που θα κοστίζει 25% του ΑΕΠ το 2060 (όταν δηλαδή θα βγαίνουν εκείνα στη σύνταξη).
Και επειδή δεν το κατάλαβαν, ή µάλλον δεν θέλησαν να το καταλάβουν, έκαναν ό,τι µπορούσαν για να είναι όσο πιο ανεπαίσθητη γίνεται η µετάβαση από το παλιό σύστηµα στο νέο. Χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι ότι θέλησαν να διαιωνίσουν την άνιση µεταχείριση επιχειρώντας (στο αρχικό σχέδιο νόµου) να θεσµοθετήσουν χαµηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης για τους χαµηλόµισθους και υψηλότερα για τους υψηλόµισθους.
Ευτυχώς, στο σηµείο αυτό αναγκάστηκαν τελικά να υποχωρήσουν.
Δυστυχώς, η τότε ηγεσία του υπουργείου Εργασίας έδωσε και άλλες µάχες εναντίον της τρόικας, µε σκοπό πάντοτε να διατηρηθούν τα αδικαιολόγητα προνόµια των ευνοηµένων οµάδων. Κάποιες από αυτές είχαν την αντίθετη κατάληξη. Ετσι, παρά τις προβλέψεις του Μνηµονίου για ένα Ταµείο µισθωτών, διατηρήθηκε η χωριστή ασφάλιση των δηµοσιογράφων, των υπαλλήλων της Τραπέζης της Ελλάδος, καθώς και των ιατρών, δικηγόρων και µηχανικών. Κανείς δεν µας εξήγησε το γιατί, ούτε µας είπε εάν π.χ. το ΤΣΜΕΔΕ θα εξακολουθήσει να εισπράττει 1% των δαπανών εκτέλεσης δηµοσίων έργων. Οµως, χωρίς ενιαία ασφάλιση και χωρίς κατάργηση των περιβόητων κοινωνικών πόρων, το νέο σύστηµα θα µοιάζει απελπιστικά µε το παλιό.
Αλλες πλευρές της µεταρρύθµισης είναι επίσης προβληµατικές. Ο ΟΓΑ και η ΔΕΗ µένουν εκτός του νέου Ασφαλιστικού, δηλαδή διατηρούν ευνοϊκότερους όρους συνταξιοδότησης δηµοσία δαπάνη. Οσοι προσελήφθησαν πριν από το 1983 εξαιρούνται από τις µεταβατικές διατάξεις, αρκεί να είναι ένστολοι ή να εργάζονται στις Τράπεζες, τις ΔΕΚΟ και τα µέσα ενηµέρωσης. Το καθεστώς των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελµάτων προς το παρόν (;)
δεν θίγεται.
Τα 7 πλασµατικά έτη ασφάλισης λόγω µητρότητας, ασθένειας, ανεργίας, σπουδών, στρατιωτικής θητείας και απεργίας (!) θα επιτρέψουν σε πολλούς να αγοράσουν ακριβές συντάξεις αναδροµικά, µε φτηνά ένσηµα. Τέλος, η αναπροσαρµογή των συντάξεων µε ποσοστό που υπολείπεται του πληθωρισµού, όταν αυτός υπερβαίνει το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ, διαβρώνει τις συντάξεις σε βάθος χρόνου και αυξάνει το χάσµα που θα χωρίζει τους συνταξιούχους από τους εργαζοµένους στο µέλλον.
Συνεπώς, όχι, δεν ξεµπερδέψαµε ακόµη µε το Ασφαλιστικό.
Η ολοκλήρωση της µεταρρύθµισης θα απαιτήσει αποκατάσταση της ισονοµίας των ασφαλισµένων, τωρινών και µελλοντικών, και πλήρη κατάργηση των προνοµίων της µίας ή της άλλης οµάδας.
Αντίθετα, εάν η προηγούµενη ηγεσία του υπουργείου Εργασίας φάνηκε κατώτερη των περιστάσεων, η νέα δείχνει να κινείται προς τα πίσω _ και να ετοιµάζει «βελτιώσεις» στον Νόµο Λοβέρδου, σύµφωνα µε τις οποίες ασφαλισµένοι µε 35ετία και µητέρες ανηλίκων διατηρούν το δικαίωµα πρόωρης συνταξιοδότησης, αρκεί µέχρι το τέλος του 2010 να πληρούν τις προϋποθέσεις που ισχύουν σήµερα.
Φαίνεται πως η κυβέρνηση έχει βαλθεί να διαψεύσει όσους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό πίστεψαν προς στιγµήν στη σοβαρότητά της.
Γράφει ο Μάνος Ματσαγγάνης διδάσκει Κοινωνική Πολιτική στο Οικονοµικό Πανεπιστήµιο Αθηνών (http://www.tanea.gr/ )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου