«Η απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει στην ΔΕΗ να πουλάει ρεύμα στην βιομηχανία σε τιμές κάτω του κόστους και μάλιστα χωρίς κανένα όρο στους βιομηχάνους αποτελεί βαθιά ταξική επιλογή, ενώ πρόκειται να συμβάλει στη περαιτέρω υποβάθμιση και απαξίωση της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού», τονίζουν σε κοινή δήλωσή τους οι Υπεύθυνοι του Τομέα Ενέργειας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, Θ.Πετράκος και Ε.Ουζουνίδου, με αφορμή την απόφαση της Γ.Σ. των μετόχων της ΔΕΗ.
Στη δήλωσή τους αναφέρουν παράλληλα:
«Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει σταθερά ότι είναι αναγκαία και δυνατή η μείωση του κόστους ενέργειας, ώστε όλα τα νοικοκυριά να έχουν πρόσβαση στο κοινωνικό αγαθό της ηλεκτρικής ενέργειας και οι επιχειρήσεις φθηνό ρεύμα.
Ωστόσο η μείωση του κόστους ενέργειας απαιτεί ριζικά διαφορετική, από την σημερινή, ενεργειακή πολιτική. Απαιτεί ανατροπή της νεοφιλελεύθερων πολιτικών της απελευθέρωσης της ενέργειας. Απαιτεί υιοθέτηση των θέσεων της Αριστεράς ότι η ενέργεια αποτελεί κοινωνικό αγαθό και όχι εμπόρευμα, ανατροπή των σχεδίων της κυβέρνησης για περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και ανάκτηση του Δημόσιου χαρακτήρα της επιχείρησης στην κατεύθυνση της 100% Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού.
Στις σημερινές συνθήκες βαθιάς ύφεσης και κοινωνικής και οικονομικής καταστροφής του τόπου, ο ΣΥΡΙΖΑ με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην κοινωνία, στους εργαζόμενους και στο μέλλον της χώρας έχει προτείνει άμεσα και έκτακτα μέτρα μείωσης του κόστους ενέργειας. Μέτρα για φθηνό ρεύμα στον λαό και τις επιχειρήσεις και δωρεάν παροχή 3.600 KWH το χρόνο σε όσους πολίτες βρίσκονται κάτω από τα όρια της φτώχειας, λόγω των αντιλαϊκών μνημονιακών πολιτικών.
Η αναγκαία μείωση του ενεργειακού κόστους και στην Βιομηχανία δεν μπορεί να γίνει όμως σε καμία περίπτωση σε βάρος της βιωσιμότητας της ΔΕΗ, διότι η στήριξη της βιομηχανίας με όρους και προϋποθέσεις είναι υποχρέωση του κράτους και όχι της ΔΕΗ η οποία δεν μπορεί να πουλάει ενέργεια κάτω του κόστους
Απαιτείται σαφώς μείωση του ενεργειακού κόστους, αλλά με δεδομένο ότι η ΔΕΗ ελέγχει μόνο το 30% του ενεργειακού κόστους η κυβέρνηση οφείλει να παρέμβει και να μειώσει το υπόλοιπο 70% του κόστους. Η μείωση αυτή μπορεί να γίνει με την άμεση κατάργηση των επιδοτήσεων που παίρνουν οι ιδιώτες μεγαλοπαραγωγοί ρεύματος από Φ.Α. (κατάργηση Μηχανισμού Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους, κατάργηση Αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος ή τουλάχιστον ως κατεπείγον μέτρο μπορεί να ληφθεί η κατάργηση αναδρομικά από 01/09/13 του διπλασιασμού των ΑΔΙ), την κατάργηση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο Πετρέλαιο και Φ.Α. που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ρεύματος, την αναστολή πληρωμής τέλους ρύπων και την αλλαγή του τρόπου εισόδου στην ημερήσια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να μπαίνουν πρώτες στο σύστημα και κατά σειράν οι φθηνότερες μορφές ενέργειας.
Είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι η κυβέρνηση μόλις πριν από λίγες μέρες ζήτησε δωρεάν δικαιώματα ρύπων ενώ την ίδια στιγμή η Κομισιόν χάρισε στην Γερμανία δικαιώματα ρύπων αξίας 192 εκατομμύριων ευρώ.
Η μείωση του ενεργειακού κόστους προϋποθέτει δηλαδή πρώτα απ΄όλα σύγκρουση με τα συμφέροντα των ιδιωτών που έχουν τις μονάδες παραγωγής ρεύματος από Φ.Α. και οι οποίοι επιδοτούνται πλουσιοπάροχα και διαχρονικά από όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων 10 χρόνων εις βάρος των καταναλωτών και της οικονομίας. Προϋποθέτει μια άλλη πολιτική που θα αναδιανέμει το συνολικό πλούτο προς όφελος των εργαζομένων και θα υπηρετεί την ανάπτυξη και το κοινωνικό κράτος.
Η κυβέρνηση όμως δέσμια των ταξικών της επιλογών και της πολιτικής υποβάθμισης και απαξίωσης της ΔΕΗ, σκοπεύοντας να την ξεπουλήσει όσο το δυνατόν πιο φθηνά, επέλεξε να μειώσει το ρεύμα στην Βιομηχανία σε βάρος της βιωσιμότητας της ΔΕΗ έχοντας πλήρη συνείδηση των συνεπειών για την Δημόσια Επιχείρηση.
Επιπλέον όπως τονίσαμε και στην σύσκεψη στο ΥΠΕΚΑ την περασμένη Παρασκευή με τα σωματεία των εργαζομένων στις Χαλυβουργίες, η μείωση της τιμής του ρεύματος στην ενεργοβόρο βιομηχανία δεν μπορεί να γίνει χωρίς όρους και προϋποθέσεις που να διασφαλίζουν τους εργαζόμενους και αυτοί είναι:
α) Άρση των διαθεσιμοτήτων και διακοπή της διαδικασίας των επικείμενων ομαδικών απολύσεων β) καμία απόλυση στο μέλλον, καμία μείωση των μισθών και επιδομάτων των εργαζομένων και γ) αύξηση των θέσεων εργασίας.
Υπεύθυνοι δεν είναι οι εργαζόμενοι για τα προβλήματα στην χαλυβουργία και γενικότερα στην Βιομηχανία. Οι ευθύνες βρίσκονται στη κυβέρνηση, αλλά και στις προηγούμενες κυβερνήσεις οι οποίες με την εφαρμογή των μνημονιακών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών έχουν οδηγήσει στην κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας, των δημοσίων έργων, της διάλυσης των ναυπηγείων και των αμυντικών βιομηχανιών της χώρας και συνολικά στην κατάρρευση της εσωτερικής αγοράς.
Γενικότερα απαιτείται ολοκληρωμένη βιομηχανική πολιτική, κλαδικές πολιτικές και συνολική πολιτική μείωσης του κόστους ενέργειας. Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν ανατροπή των μνημονιακών και νεοφιλελεύθερων πολιτικών που μόνο μια κυβέρνηση της Αριστεράς με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να προωθήσει.»